νομοπαρασκευαστικός

νομοπαρασκευαστικός
-ή, -ό
1. αρμόδιος για την επεξεργασία νομοθετημάτων («νομοπαρασκευαστική επιτροπή» — επιτροπή νομικών που ασχολείται με την τεχνική επεξεργασία και διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή)
2. σχετικός με την επεξεργασία νομοθετημάτων («νομοπαρασκευαστική εργασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + παρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”