- νομοπαρασκευαστικός
- -ή, -ό1. αρμόδιος για την επεξεργασία νομοθετημάτων («νομοπαρασκευαστική επιτροπή» — επιτροπή νομικών που ασχολείται με την τεχνική επεξεργασία και διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή)2. σχετικός με την επεξεργασία νομοθετημάτων («νομοπαρασκευαστική εργασία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + παρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.